Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Αποικιακές αυτοκρατορίες

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΛΑΜΠΡΟΥ ΦΛΙΤΟΥΡΗ «Αποικιακές αυτοκρατορίες»
(εκδ. «Ασίνη»)
  Παρουσιάζουμε σήμερα ένα εκπαιδευτικό κατά βάση εγχειρίδιο. Ο Λάμπρος Φλιτούρης  έχει συγκεντρώσει τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του, έχει συμπληρώσει τη βιβλιογραφία και έχει αναπτύξει παραπάνω κάποια κεφάλαια. Σπεύδω προκαταβολικά να πω πως λυπάμαι, που δεν είχα την τύχη να διδαχτώ ένα τέτοιο εγχειρίδιο είτε στο σχολείο είτε αργότερα. Πολλές από τις στρεβλώσεις και τις ανοησίες, που κυκλοφορούν ασύδοτα στην πιάτσα, οφείλονται στον κακό, επιφανειακό και κατά βάση χρονολογικό, τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, τουλάχιστον αυτό που εγώ είχα την ευκαιρία να γνωρίσω.
  Αντίθετα ο συγγραφέας συστηματοποιεί και κατηγοριοποιεί, αναδεικνύει ένα θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης και ερμηνείας των γεγονότων, χωρίς βεβαίως να λείπουν και τα ερεθίσματα για περαιτέρω έρευνα και θεωρητική ενασχόληση με τα ζητήματα, που ανοίγει το βιβλίο. Είναι κατά την άποψή μου πολύ σημαντικό ότι, εκτός από Σύγχρονη Ιστορία, ο Φλιτούρης έχει σπουδάσει και Ιστορία Διεθνών Σχέσεων, την επιστήμη δηλαδή που μελετάει διαχρονικά το διεθνές σύστημα και τη σχέση συνεννόησης ή αντιπαράθεσης των υποκειμένων του, βασικά των κρατών, μεταξύ τους. Αυτό κατά τη γνώμη μου δίνει βάθος στην οπτική του και αναδεικνύει τη σημασία των διεθνών συμφωνιών στην ανάπτυξη του αποικιακού φαινομένου (από τη συνθήκη του Τορντεσίγιας το 1494, που έθεσε τα όρια μεταξύ της αποικιακής ανάπτυξης των Ισπανών και των Πορτογάλων,  μέχρι το συνέδριο του Βερολίνου το 1884, που μοίρασε την Αφρική) αλλά και των διεθνών συνδιασκέψεων στην εξέταση της υποχώρησής του.
  Ξεκινάω με ένα βασικό ερώτημα, με το οποίο καταπιάνεται στην αρχή ο συγγραφέας «Γιατί να ασχολείται ένας Έλληνας ιστορικός με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και να μην αρκούμαστε στη μετάφραση ενός ξενόγλωσσου εγχειριδίου προκειμένου να διδάξουμε το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο». Νομίζω ότι η απάντηση που δίνει, είναι εύλογη, δεν υπάρχει όριο ανάμεσα στα «εθνικά» και «διεθνή» θέματα, πολύ περισσότερο που η ιστορία της αποικιοκρατίας φωτίζει την παγκόσμια ιστορία των τελευταίων 5 αιώνων. Ούτε εξάλλου η ελληνική ιστορία στερείται συσχετισμών με το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο, για τους οποίους θα αναφερθώ και στη συνέχεια.
  Εξάλλου η ιστορία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού είναι ουσιαστικά ένας τρόπος να δούμε όλη την παγκόσμια ιστορία των τελευταίων αιώνων. Η εδαφική και οικονομική επέκταση κυρίως – αλλά όχι μόνο - της Ευρώπης, η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών ανταγωνισμών, των παζαριών και των διευθετήσεων αλλά και η υποχώρησή της έχει καθορίσει την εξέλιξη και τη σημερινή μορφή του πλανήτη. Για να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς τον αποικιακό ανταγωνισμό, ο οποίος υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες για το ξέσπασμά του. Και η διαπίστωση αυτή δεν γίνεται μόνο από τη σκοπιά των νικητών αλλά και από αυτή των ηττημένων της Ιστορίας, των πρώην αποικιοκρατούμενων λαών. Ένας ολόκληρος επιμέρους επιστημονικός κλάδος, που ονομάζεται «μετααποικιακή θεωρία» ή «μετααποικιακές σπουδές» και στοχεύει στην αποδόμηση της ευρωκεντρικής αντίληψης και στην ανάδειξη της φωνής των φιμωμένων υποτελών, συγκροτήθηκε, όπως εξάλλου φανερώνει και η ονομασία του, με άξονα το αποικιακό φαινόμενο. Το ιδρυτικό κείμενο αυτής της θεωρίας γράφτηκε το 1978 και είναι ο «Οριενταλισμός» του Παλαιστίνιου διανοούμενου Εντουάρντ Σαϊντ, για τον οποίο θα έχω την ευκαιρία να πω και στη συνέχεια.
  Γιατί όμως δεν χρησιμοποιούμε ένα αλλά δύο όρους, συνηθισμένους ούτως ή άλλως στο καθημερινό πολιτικό μας λεξιλόγιο ; Άραγε πόσο ταυτίζονται και πόσο διαφέρουν οι έννοιες «αποικιοκρατία» & «ιμπεριαλισμός» ; Και εάν η πρώτη έννοια είναι λίγο-πολύ συμφωνημένη σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό της (βεβαίως όχι απόλυτα σωστά, γιατί υπάρχουν πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους φάσεις της αποικιοκρατίας με διαφορετικά χαρακτηριστικά η καθεμία), η δεύτερη εξακολουθεί και σήμερα να γεννάει πολλά θεωρητικά και πολιτικά ερωτήματα. Όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας, παρότι η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Βρετανό οικονομολόγο Χόμπσον (1902), στη διάρκεια του 20ου αιώνα έχουν κυριαρχήσει οι μαρξιστικές θεωρίες ανάλυσης του φαινομένου. Και σας θυμίζω ότι οι της μαρξιστικής παιδείας μετέχοντες μάθαμε παιδιόθεν ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού». Προσπερνάω το σχόλιο ότι κατά τον Λένιν σε αυτό το ανώτερο στάδιο ο καπιταλισμός σαπίζει γρήγορα, γιατί μάλλον αποδείχτηκε «όχι και τόσο γρήγορα», για να διατυπώσω κάποια άμεσα ερωτήματα, στα οποία αναφέρεται σύντομα και ο Φλιτούρης. Υπάρχει άραγε ιμπεριαλισμός και πριν από το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού ή ακόμα και πριν από τον καπιταλισμό ; ΄Η μήπως η χρονολόγηση του καπιταλισμού ως συνδεδεμένου με τη βιομηχανική επανάσταση, το εθνικό κράτος και την επιθετική αποικιοκρατία του 19ου αιώνα είναι εσφαλμένη, όπως υποστηρίζουν οι Μηλιός – Σωτηρόπουλος στο επίσης πρόσφατο βιβλίο τους «Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση» ;  Μπορεί να υπάρξει θεωρία του ιμπεριαλισμού γενικά, η οποία να υπερβαίνει τα όρια της παραδοσιακής μαρξιστικής του πρόσληψης ; Ποιά είναι η σχέση του Ι. όχι μόνο με την αποικιοκρατία αλλά και με άλλες νεώτερες έννοιες, όπως για παράδειγμα αυτή της «αυτοκρατορίας», που έχουν εισηγηθεί οι Χαρντ και Νέγκρι ;
  Για να μην επεκταθούμε όμως στη θεωρητική συζήτηση, θα περιοριστώ λοιπόν να εκθέσω το εννοιολογικό πλαίσιο, που δέχεται ο συγγραφέας, ότι δηλαδή, παρά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι δυνατή η ενιαία εξέταση της ιμπεριαλιστικής επέκτασης και έξω από τα αυστηρά χρονικά όρια του «κλασσικού» ιμπεριαλισμού, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως ο ίδιος γράφει «Η παράθεση των κινήτρων άσκησης ιμπεριαλιστικών πολιτικών ανά περίοδο φανερώνει σημαντικές και δομικές ομοιότητες». Παρ’ όλα αυτά βλέπετε ότι δυσκολευόμαστε όλοι να ονομάσουμε «ιμπεριαλιστικές» τις εκστρατείες των Ισπανών κονκισταδόρες. Βλέπετε ότι το γλωσσικό μας αίσθημα αντιστέκεται και αυτό δικαιολογεί την παράλληλη χρήση των όρων και από τον Φλιτούρη και από άλλους πολλούς. Από την άλλη πλευρά βεβαίως έχουμε την εμφάνιση νέων όρων, όπως «αποικία χρέους» κλπ.
  Ας έχουμε πάντως υπόψη ότι τη θεωρία δεν πρόκειται να την αποφύγουμε. Ήδη το να επισκοπήσουμε όλα τα στάδια της αποικιακής-ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης και υποχώρησης μας βάζει μπροστά σε μια σειρά από σύνθετα θεωρητικά αλλά και πολιτικά ζητήματα, που απαιτούν μεγάλη σοβαρότητα και εμβρίθεια.
  Η εξέταση του αποικιακού φαινομένου, που φέτος συμπληρώνει ακριβώς 6 αιώνες, αν δεχτούμε βεβαίως την άποψη του συγγραφέα, που ορίζει ως γενέθλια πράξη της νεώτερης ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας την κατάληψη της Θέουτα στη μαροκινή ακτή, απέναντι από το Γιβραλτάρ, από τους Πορτογάλους το 1415 (είναι ενδιαφέρον ότι η Θέουτα εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι ισπανικό, δηλ. υπό μία έννοια αποικιοκρατούμενο, έδαφος και μάλιστα έχει κατασκευαστεί και εκεί φράχτης προκειμένου να εμποδίσει την είσοδο μεταναστών και προσφύγων στο ισπανικό έδαφος – βλέπετε την ειρωνεία της Ιστορίας, οι ροές των ανθρώπων έχουν αντίστροφη πορεία στις μέρες μας) χωρίζεται σε ορισμένες μεγάλες, όχι μόνο χρονικές αλλά και εννοιολογικές, ενότητες :
 - τις μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα, αρχικά των Ισπανών και των Πορτογάλων και στη συνέχεια των Βρετανών, των Γάλλων και των Ολλανδών με κατεύθυνση κυρίως την αμερικανική ήπειρο και βασικά χαρακτηριστικά την προμήθεια κεφαλαίων, κατά βάση από τους πολύτιμους λίθους και το δουλεμπόριο, και την επιδίωξη της εμπορικής κυριαρχίας
 -  το πρώτο κύμα αποαποικιοποίησης στην αμερικανική ήπειρο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα με υπόδειγμα την αμερικανική επανάσταση και υποκείμενα τους πρώην λευκούς αποίκους (ο Φλιτούρης σχολιάζει αυτή την πρώτη απο-αποικιοποίηση ως «οικογενειακή υπόθεση»)
 - την αποικιακή φρενίτιδα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα και προς την Ασία αλλά κυρίως προς την Αφρική με δεσπόζοντα το ρόλο της Βρετανίας και με μια σειρά ευρωπαίων πρωταγωνιστών πρώτης και δεύτερης γραμμής, όπου αναδεικνύεται ο στόχος όχι μόνο της προμήθειας πρώτων υλών και εργατικών χεριών αλλά και του ανοίγματος νέων καταναλωτικών αγορών για την απορρόφηση των προϊόντων της μητρόπολης και ακόμα η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων μέσα από το σχήμα των «αποικιακών εταιριών» 
 - την ανάδειξη νέων παιχτών, εκτός Ευρώπης, στο αποικιακό παιγνίδι, όπως οι ΗΠΑ με τη λεγόμενη «διπλωματία του δολλαρίου» αλλά και με τη δύναμη των όπλων, η Ιαπωνία αλλά και η τσαρική Ρωσία με την ιδιόμορφη επέκτασή της στην Ασία, και στην έρημη Σιβηρία αλλά και στο Τουρκεστάν, τη μουσουλμανική δηλ. Κεντρική Ασία)
 - τη χρονικά περιορισμένη ανανέωση της αποικιοκρατίας μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με το σύστημα των εντολών, στο οποίο σπεύδουν να συμμετάσχουν ακόμα και πρώην βρετανικές αποικίες (π.χ. η Νότια Αφρική)
 - την κρίση της αποικιοκρατίας με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη ραγδαία διαδικασία της αποαποικιοποίησης σε Ασία, Ωκεανία και κυρίως Αφρική με ορόσημα από τη σκοπιά των διεθνών σχέσεων τη διάσκεψη της Μπαντούγκ, στην πρώην ολλανδική Ινδονησία, το 1955, την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1960 και την Τριηπειρωτική Συνδιάσκεψη της Αβάνας το 1966 (για να αντιληφθούμε το μέγεθος της αλλαγής του παγκόσμιου χάρτη αρκεί να αναφέρουμε ότι από 10 αποικιακές αυτοκρατορίες έχουν αναδυθεί περί τα 120 ανεξάρτητα κράτη). Σημαντικός εδώ είναι ο ρόλος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και των επαναστάσεων (ως πιο σημαντικές ας αναφέρουμε το κίνημα των Βιετμίνχ στη γαλλική Ινδοκίνα, τη «μη βίαιη» ανυπακοή του Γκάντι στην Ινδία, την Αλγερινή Επανάσταση καθώς και τα κινήματα στην Κένυα και το βελγικό Κογκό), όπως σημαντική είναι η επιρροή διεθνών ιδεολογικών ρευμάτων, όπως ο παναφρικανισμός, ο παναραβισμός, ο γκεβαρισμός, από την κληρονομιά του Τσε Γκεβάρα κλπ.
 - Και ας προσθέσουμε τη σημερινή περίοδο, όπου, χωρίς φυσικά να απουσιάζουν και τα στρατιωτικά μέσα, όχι μόνο από τις μεγάλες δυνάμεις αλλά μερικές φορές και από πρώην αποικίες, η αποικιοκρατία αναβιώνει κυρίως με οικονομικές μεθόδους, η εξάρτηση διαιωνίζεται μέσα από τον προσεταιρισμό των κυρίαρχων ελίτ των πρώην αποικιών και η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων θεσμών και πολιτικών και των πολυεθνικών εταιριών δημιουργεί και αναπαράγει τις συνθήκες ανισότητας και εκμετάλλευσης. Ξέρουμε όλοι πόσο έχουν διακριθεί οι ΗΠΑ και οι αμερικάνικες πολυεθνικές σ’ αυτό τον τομέα, ασφαλώς δεν είναι οι μόνες και ας μη μας διαφεύγει ο ειδικός ρόλος της Κίνας την τελευταία δεκαετία.
  Σ’ αυτούς τους 6 αιώνες αποικιοκρατίας η μορφή του κόσμου άλλαξε ριζικά. Για τους αυτόχθονες πληθυσμούς των αποικιών αυτό σήμαινε φυσικά βάσανα και αίμα, φτώχεια και πολιτιστική καταστροφή, αλλά και γνώση και επικοινωνία με τις ιδεολογίες της κοινωνικής χειραφέτησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι συντηρητικές θεωρίες για την αποικιοκρατία, αυτές που αναδεικνύουν «θετικές» πτυχές, όπως οι βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού κλπ. επιστρέφουν στις μέρες μας με τις ευλογίες ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Και οι μητροπόλεις όμως αλλάζουν ριζικά. Η ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης, οι νέες επιστήμες, με πρώτη τη Γεωγραφία, τα νέα μέσα συγκοινωνίας, τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα, οι συλλογικές νοοτροπίες και οι μόδες διαμορφώνονται από την επαφή με τον «άλλο». 
  Έχει άραγε νόημα να μαθαίνουμε και να μελετάμε αυτή την ιστορία ; Μπορεί με άλλα λόγια η κληρονομιά της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού να εξηγήσει τη σημερινή διεθνή κατάσταση, τις στρατιωτικές και οικονομικές συγκρούσεις, τα προσφυγικά ρεύματα κλπ. Θα συνεισφέρω στη συζήτηση με 4 παραδείγματα, που σχετίζονται και τα 4 με τη μεγαλύτερη ζώνη αστάθειας στον πλανήτη, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία αλλά και μ’ ένα μεγάλο παράγοντα αστάθειας το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
 - Για το πρώτο παράδειγμα θα αξιοποιήσω την οπτική του Ε. Σαϊντ, τον οποίο και ήδη μνημόνευσα. Θα προσθέσω ότι έζησε όλη του τη ζωή εξόριστος, στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ως αμερικανός πολίτης υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός της ιμπεριαλιστικής τους πολιτικής, δεν υπήρξε όμως ποτέ αντι-δυτικός και μάλιστα συγκρούστηκε και με το κατεστημένο του αραβικού κόσμου. Όπως ο ίδιος το έθετε «μαχόταν υπέρ μιάς ανεξάρτητης Παλαιστίνης, ώστε να αναλάβει επιτέλους το ρόλο του ως διανοούμενος, το ρόλο του κριτικού απέναντι στο έθνος – κράτος». Θα  επικαλεστώ λοιπόν μια συνομιλία του Σαϊντ με τον Ταρίκ Αλή, ένα μαρξιστή (τροτσκιστή για την ακρίβεια) ακτιβιστή και διανοούμενο με πακιστανική καταγωγή, όπως ο τελευταίος την παραθέτει στη νεκρολογία του για τον Σαϊντ (δημοσιεύθηκε το 2003 στο New Left Review). Σ’ αυτή λοιπόν τη συνομιλία υποστηρίζει ο Αλή ότι το 1917 είναι η χρονιά - ορόσημο του 20ου αιώνα, εννοώντας βεβαίως λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης. Συμφωνώ, απαντάει ο Σαϊντ, αλλά για διαφορετικό λόγο, τη διακήρυξη του Μπάλφουρ, με την οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά η υπόσχεση για ίδρυση εβραϊκού κράτους. Με όλες τις τελευταίες εξελίξεις δεν είμαι σίγουρος ούτε για την τελική γνώμη του Ταρίκ Αλή.
 - Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με τις σημερινές συγκρούσεις στο Ιράκ και τη Συρία, οι οποίες ασφαλώς εντάθηκαν με τις ιμπεριαλιστικές «σταυροφορίες» των Μπους πατρός και υιού αλλά προϋπήρχαν ως προβλήματα και σίγουρα εξακολουθούν να υπάρχουν και έχουν πάρει νέα μορφή μετά από την απαγκίστρωση των αμερικανικών δυνάμεων. Αναρωτιόμαστε όλοι, γιατί τα κράτη της Μέσης Ανατολής να έχουν ετερογενείς πληθυσμούς, γιατί να υπάρχουν και Σουνίτες και Σιϊτες και Κούρδοι και στο Ιράκ και στη Συρία, γιατί να μην είναι πιο ομοιογενή και με λιγότερες συγκρούσεις, γιατί τέλος να μην υπάρχει ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Η απάντηση στα ερωτήματα βρίσκεται στα σύνορα, που χάραξε ο ιμπεριαλισμός μετά από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.  Η γραμμή Σάϊκς – Πικώ από τα ονόματα των Υπουργών Εξωτερικών της Βρετανίας και της Γαλλίας μοίρασε τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έδωσε στη Συρία καθεστώς γαλλικής εντολής και στο Ιράκ βρετανικής. Εκεί βρίσκεται η ρίζα των σημερινών συγκρούσεων, εκεί βρίσκεται η αιτία της δημοτικότητας του ISIS στους σουνιτικούς πληθυσμούς.
 - Ακόμα πιο εμφατικό είναι το τρίτο παράδειγμα, μιάς και οι τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS στο Παρίσι αλλά και στη Βηρυττό (γι’ αυτές τις τελευταίες βεβαίως δεν καταναλώνεται και πολλή δημοσιότητα) ρίχνουν βαρειά σκιά στη διεθνή ατμόσφαιρα και δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τον αποτροπιασμό μας για το υβρίδιο του ισλαμικού φασισμού. Τι είναι όμως ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός αν όχι μια κληρονομιά του ιμπεριαλισμού, παλιότερου και σημερινού ; Προσωπικά δεν ασπάζομαι τη συνωμοτική θεωρία ότι ο ISIS εξοπλίστηκε από τη CIA, αντίθετα οι ΗΠΑ υποστήριξαν άλλες οργανώσεις της συριακής αντιπολίτευσης.  Όμως δεν είναι δυνατό να αγνοήσουμε ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός αντλεί την έμπνευσή του από την κριτική στο δυτικό ιμπεριαλισμό ενώ οι μαχητές του είναι κατά κύριο λόγο μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς μεγαλωμένοι είτε στις αποικιακές μητροπόλεις είτε στα σοβιετικά κρατίδια. Πόσο μπορεί να αποτελέσει λύση η στρατιωτικοποίηση των δυτικών κοινωνιών ή το κλείσιμο των συνόρων στους πρόσφυγες, που εξήγγειλε σήμερα ο Ολάντ ; Πόσο ο δυτικός και ο ισλαμικός φασισμός έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον  ;
  Ανοίγω στο σημείο αυτό μια παρένθεση με δύο σκέλη : το πρώτο αφορά την πιθανή σχέση των τρομοκρατικών επιθέσεων με τις στρατιωτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα την κατάληψη της πόλης Σιντζάρ από τους Κούρδους μαχητές Πεσμεργκά. Πρόκειται για μια σημαντική στρατιωτική ήττα του ISIS, ίσως την πιο σημαντική από την εμφάνισή του, καθώς το Σιντζάρ βρίσκεται πάνω στον άξονα ανεφοδιασμού του, στη γραμμή Ράκκα – Μοσούλη. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνάμεις του ISIS στη Συρία δεν μπορούν να επικοινωνήσουν εύκολα με εκείνες στο Ιράκ και ότι το μέτωπό του διασπάται. Είναι πολύ πιθανό η χρονική επιλογή των χτυπημάτων να μην είναι άσχετη με τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης. Στο δεύτερο σκέλος παραθέσω την ανακοίνωση του γαλλικού κόμματος της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (NPA) εναντίον των βομβαρδισμών, που σχεδιάζει η Κυβέρνηση Ολάντ : «Οι βομβαρδισμοί αυτοί που υποτίθεται ότι στοχεύουν το Ισλαμικό Κράτος, τους τζιχαντιστές τρομοκράτες, στην πραγματικότητα, και με την παρέμβαση των ρωσικών βομβαρδισμών, προστατεύουν το καθεστώς του κύριου υπαίτιου για το μαρτύριο του λαού της Συρίας, του δικτάτορα Άσαντ». Για να προσέξουμε λίγο ! Για την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς το καθεστώς Άσαντ είναι στο αντι-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και ο ISIS όργανο των ιμπεριαλιστών. Μήπως κάτι δεν πάει καλά με την ελληνική Αριστερά ;
 - Και μια και αρχίσαμε με την Αριστερά, το τελευταίο παράδειγμα αναφέρεται βεβαίως την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο, δεν περιορίζεται όμως μόνον εκεί. Αφορά την αποικιακή κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει ότι, παρά την θετική επίδραση των αρχών του μαρξισμού στην εμφάνιση και ωρίμανση των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες, από τη δεκαετία του 1960 έχει αρχίσει να εκδηλώνεται η εμφάνιση του σοβιετικού ιμπεριαλισμού με κορυφαία – και μοιραία – εκδήλωσή του την εισβολή στο Αφγανιστάν (ας θυμηθούμε ότι τη δεκαετία του ’70 γινόταν κακός χαμός στα ελληνικά πανεπιστήμια για την έννοια του «σοσιαλιμπεριαλισμού» και η σφοδρή σύγκρουση μεταξύ της ΚΝΕ και των μαοϊκών οργανώσεων αφορούσε κυρίως τις διεθνείς εξελίξεις και δευτερευόντως τις ελληνικές). Ωστόσο θεωρώ ότι και πριν από το 1960, παρά την ευφυή προσέγγιση του Λένιν «όποιος λαός θέλει μπορεί να αποχωρήσει από τη Ρωσική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία» (η γνωστή διαφορά μεταξύ καταπιεσμένου και κυρίαρχου εθνικισμού – δέστε πως συνομιλεί ο Σαϊντ με αυτή την άποψη) και παρά τις διακηρύξεις του Συνεδρίου των λαών της Ανατολής το 1920 στο Μπακού, η αντιμετώπιση της τσαρικής εδαφικής κληρονομιάς από τον σταλινισμό έχει έντονα στοιχεία αποικιακής διαχείρισης. Από την οπτική γωνία του αποικιακού φαινομένου η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είναι η κατάρρευση της τελευταίας αποικιακής αυτοκρατορίας στον κόσμο και γι’ αυτό θεωρώ προοπτικά ατελέσφορη την προσπάθεια του Πούτιν να την επανασυστήσει, όπως εξάλλου απέτυχε και η προσπάθεια της Βρετανίας να ανανεώσει την αποικιακή αυτοκρατορία της μέσα από το σχήμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
  Το τελευταίο κεφάλαιο της παρουσίασής μου αφορά τη σύνδεση του ελληνικού χώρου με το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο. Ήδη στον πρόλογο ο συγγραφέας επισημαίνει δύο παραμέτρους α) ότι ο ελληνικός χώρος υπήρξε πεδίο ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων άλλων δυνάμεων (ας θυμηθούμε την αγγλική - και όχι μόνο – παρουσία στα Επτάνησα, την ιταλική στα Δωδεκάνησα, και ακόμα καλύτερα το ρόλο του αμερικανικού παράγοντα στη νεώτερη ελληνική ιστορία) β) ότι το ζήτημα εάν η Ελλάδα υπήρξε ιμπεριαλιστική και αποικιακή δύναμη είναι διαφιλονικούμενο. 
  Επ’ αυτού του τελευταίου η άποψή μου είναι ότι ο Βενιζέλος και η ελληνική αστική τάξη διεκδίκησε ένα ρόλο και μάλιστα για να τον κατοχυρώσει δεν δίστασε να συμμετάσχει στην εκστρατεία της Ουκρανίας εναντίον των μπολσεβίκων.
 Ας παρακολουθήσουμε λίγο τη χρονική ακολουθία των γεγονότων : 
 - Φεβρουάριος 1919 συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην εκστρατεία στην Ουκρανία
 - Αύγουστος 1920 συνθήκη των Σεβρών, με την οποία η Ελλάδα παίρνει εντολή στη ζώνη της Σμύρνης και δεν περιορίζεται μόνον εκεί
 - Σεπτέμβριος 1920 συνέδριο των λαών της Ανατολής στο Μπακού υπό την καθοδήγηση των μπολσεβίκων και υποστήριξη του «αντιαποικιακού αγώνα» σε όλη την Ασία, της Τουρκίας συμπεριλαμβανόμενης
  Ας έχουμε λοιπόν υπόψη την οπτική όχι μόνο των Τούρκων, όχι μόνο των Μπολσεβίκων αλλά ολόκληρης της Αριστεράς της εποχής για τη Μικρασιατική εκστρατεία.
  Άφησα τελευταίο το Κυπριακό, που στην πρώτη του φάση είναι ένα κλασικό παράδειγμα αντιαποικιακού αγώνα, ο οποίος διευκολύνθηκε από τις διεθνείς εξελίξεις, που οδήγησαν στην εγκατάλειψη του μεσογειακού δρόμου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Η Βρετανία χάνει την Ινδία το 1948, χάνει το Σουέζ το 1958 και δεν έχει ισχυρούς λόγους να διατηρήσει την παρουσία της και γι’ αυτό την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1959 ακολουθεί η Μάλτα το 1964 και το Άντεν (Υεμένη) το 1967. Ωστόσο η ύπαρξη των δύο κοινοτήτων, όπως ακριβώς έγινε και στην Ινδία, δίνει πατήματα στην πρακτική του αποικιοκρατικού «διαίρει και βασίλευε», που βρίσκεται στη ρίζα των κατοπινών προβλημάτων, τα οποία βεβαίως τονίζονται και από τον ανταγωνισμό των «μητέρων πατρίδων» και τον Ψυχρό Πόλεμο.

Γιάννενα, 14-11-2015
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ